οδοντίζω

οδοντίζω
ὀδοντίζω (Α) [οδούς]
γυαλίζω, στιλβώνω κάτι με τη χρήση δοντιού, δηλαδή σκληρού και λείου οστού
2. (το παθ.) ὀδοντίζομαι
(σχετικά με μηχάνημα) εφοδιάζομαι με δόντια («ἔτσι δὲ τὸ τύμπανον κυκλοτερές κατασκεύασμα ὠδοντισμένον», Ορειβ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὠδοντισμένα — ὀδοντίζω polish with a tooth perf part mp neut nom/voc/acc pl ὠδοντισμένᾱ , ὀδοντίζω polish with a tooth perf part mp fem nom/voc/acc dual ὠδοντισμένᾱ , ὀδοντίζω polish with a tooth perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδόντιζε — ὀδοντίζω polish with a tooth pres imperat act 2nd sg ὀδοντίζω polish with a tooth imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠδοντισμένον — ὀδοντίζω polish with a tooth perf part mp masc acc sg ὀδοντίζω polish with a tooth perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξωδόντιζον — ἐκ ὀδοντίζω polish with a tooth imperf ind act 3rd pl ἐκ ὀδοντίζω polish with a tooth imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδοντισμός — ὀδοντισμός, ὁ (Α) [οδοντίζω] τρόπος με τον οποίο έπαιζαν τον αυλό μιμούμενοι το τρίξιμο τών δοντιών τού φιδιού Πύθωνα …   Dictionary of Greek

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • οδόντισμα — ὀδόντισμα, τὸ (Α) [οδοντίζω] οδοντισμός* …   Dictionary of Greek

  • ἐξωδοντίζετο — ἐκ ὀδοντίζω polish with a tooth imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”